ἐπανορθώσει

ἐπανορθώσει
ἐπανόρθωσις
setting right
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
ἐπανορθώσεϊ , ἐπανόρθωσις
setting right
fem dat sg (epic)
ἐπανόρθωσις
setting right
fem dat sg (attic ionic)
ἐπανορθόω
set up again
aor subj act 3rd sg (epic)
ἐπανορθόω
set up again
fut ind mid 2nd sg
ἐπανορθόω
set up again
fut ind act 3rd sg
ἐπανορθόω
set up again
aor subj act 3rd sg (epic)
ἐπανορθόω
set up again
fut ind mid 2nd sg
ἐπανορθόω
set up again
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αμφιδιόρθωσις — ἀμφιδιόρθωσις ( εως), η (Α) ρητορικό σχήμα, κατά το οποίο ο ρήτορας προπαρασκευάζει κάποια υπερβολική έκφραση για να τήν επανορθώσει έπειτα ο ίδιος αποτελεί συνδυασμό τών ρητορικών σχημάτων τής προδιορθώσεως και επιδιορθώσεως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι… …   Dictionary of Greek

  • βλάβη — Η κατά παράβαση του νόμου, ή συμβατικής υποχρέωσης, πρόκληση ζημίας σε άλλο πρόσωπο. Προϋποτίθεται ότι μεσολάβησε προσβολή ενός ξένου συμφέροντος που προστατεύεται από το δίκαιο. Η προσβολή αυτή μπορεί να προέρχεται είτε από τη μη εκπλήρωση… …   Dictionary of Greek

  • δικαιοπραξία — Κάθε εκδήλωση της ιδιωτικής βούλησης για την επίτευξη ενός σκοπού, o οποίος προστατεύεται από το δίκαιο. Η δ. διακρίνεται από τη νομική πράξη επειδή σε αυτή λαμβάνεται υπόψη όχι μόνο η θέληση για την πράξη αλλά και η επιδίωξη του πρακτικού σκοπού …   Dictionary of Greek

  • μίσθωση — Όρος που στο ελληνικό δίκαιο δηλώνει τρία διαφορετικά είδη συμβάσεων, τη μ. εργασίας, τη μ. πράγματος και τη μ. έργου, που αποτελούσαν αρχικά, υπό τη ρωμαϊκή locatio conductio, ενιαίο τύπο σύμβασης. Η μ. εργασίας αποτελεί τη σύγχρονη διαμόρφωση… …   Dictionary of Greek

  • τρέχω — ΝΜΑ, και μέσ. μέλλ. με ενεργ. σημ. δραμοῡμαι, αόρ. ἔδραμον, παρακμ. δεδράμηκα, υπερσ. ἐδεδραμήκειν ΜΑ, και δωρ. τ. τράχω Α 1. προχωρώ γρήγορα μετακινώντας προς τα εμπρός τα πόδια σε σύντονη διαδοχή («βαδίζειν καὶ τρέχειν», Πλάτ.) 2. (για άψυχα)… …   Dictionary of Greek

  • χώρα — Oνομασία 5 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ.), στην πρώην επαρχία Γορτυνίας, του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (19 τ. χλμ.) στον οποίο υπάγονται και οι οικισμοί Δωδεκάμετρο (υψόμ. 170 μ.) και Εληά (υψόμ. 200 μ.). 2.… …   Dictionary of Greek

  • Αγίου Γερμανού, συνθήκη — Η δεύτερη από τις δύο συνθήκες ειρήνης (πρώτη των Βερσαλιών) με τις οποίες τερματίστηκε ο A’ Παγκόσμιος πόλεμος. Η συνθήκη υπογράφηκε στις 10 Σεπτεμβρίου 1919 στο ιστορικό ανάκτορο του Α.Γ., στο ομώνυμο προάστιο του Παρισιού (Saint Germaine),… …   Dictionary of Greek

  • αδικοπραξία ή αδικοπραγία — Η ανθρώπινη συμπεριφορά που αντίκειται στους σκοπούς της έννομης τάξης και απαγορεύεται από τον νόμο. Η α. είναι έννοια πλατύτερη από το αδίκημα, γιατί α. μπορεί να υπάρχει και χωρίς υπαίτια συμπεριφορά. Κάθε αστικό αδίκημα είναι α., κάθε όμως α …   Dictionary of Greek

  • ανάπτυξη, οικονομική — Έκφραση που σημαίνει γενικά τη δυναμική τάση ενός οικονομικού συστήματος. Με αυτήν ακριβώς την έννοια η ο.α. αποτέλεσε σημαντικό πρόβλημα της σύγχρονης οικονομικής επιστήμης, συνδεδεμένο με άλλα προβλήματα, όπως της αναπαραγωγής, των διακυμάνσεων …   Dictionary of Greek

  • Ιππής — Κωμωδία του Αριστοφάνη. Διδάχθηκε στα Λήναια το 424 π.Χ., χαρίζοντας το πρώτο βραβείο στον δημιουργό της. Στην εισαγωγή του έργου δύο δούλοι, που ουσιαστικά υποδύονται τους στρατηγούς Νικία και Δημοσθένη, παραπονιούνται στον αφέντη τους, Δήμο,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”